- γουργουρίζω
- γουργούρισα1. έχω γουργουρητό στα έντερά μου: Γουργούριζε η κοιλιά του γιατί είχε να φάει δυο μέρες.2. κάνω γαργάρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γουργουρίζω — γουργουρίζω, γουργούρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γουργουρίζω — και γουργουλίζω 1. κάνω γαργάρα 2. (για στενόλαιμα αγγεία) παράγω ιδιόρρυθμο ήχο κατά το άδειασμα τού νερού 3. (για τα έντερα) παράγω ιδιόρρυθμο ήχο λόγω τής μετακινήσεως τών αερίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο γουρ γουρ (πρβλ. αρχ.… … Dictionary of Greek
υποβορβορύζω — Α 1. (για τα έντερα) γουργουρίζω σιγά 2. πίνω με θόρυβο, ρουφώ δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + βορβορύζω «γουργουρίζω»] … Dictionary of Greek
αναβορβορύζω — ἀναβορβορύζω (Α) μουρμουρίζω δυνατά, επιδοκιμάζω φωναχτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βορβορύζω «γουργουρίζω», λ. ηχομιμητική] … Dictionary of Greek
βουρβουλακιάζω — και βουρβουρακιάζω 1. γουργουρίζω 2. είμαι γεμάτος, έχω αφθονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. *βουρβουλάκι < βουρβούλα ή κατ άλλους βουρβουλακιάζω < βουρβουλακώ] … Dictionary of Greek
βουρβουλακώ — ( άω) 1. (για τόπο ή πηγή) αναδίδω νερό ορμητικά 2. βράζω, κοχλάζω 3. βγάζω φυσαλλίδες 4. γουργουρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. *βουρβουλάκι < βουρβούλα] … Dictionary of Greek
βουρβουλώ — ( άω) [βουρβούλα] γουργουρίζω … Dictionary of Greek
γογγύζω — (AM γογγύζω) δυσανασχετώ, παραπονιέμαι μσν. νεοελλ. 1. βογγώ από πόνο 2. κακολογώ αρχ. (για περιστέρια) γουργουρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ηχομιμητική, αβέβαιης ετυμολ. Σχετίζεται πιθ. με το γαγγαίνειν (πρβλ. αρχ. ινδ. gańgūyati «φωνάζω»)] … Dictionary of Greek
γουργουρικό — το (Μ γουργουρικόν) [γουργουρίζω] γουργούρισμα … Dictionary of Greek
γουργουρισμός — ο (Μ γουργουρισμός) [γουργουρίζω] το γουργούρισμα … Dictionary of Greek